- ἀγλαόθρονος
- ἀγλᾰόθρονος, -ον1 splendidly enthroned
Μοίσαις γὰρ ἀγλαοθρόνοις O. 13.96
Δαναοῦ πόλιν ἀγλαοθρόνων τε πεντήκοντα κορᾶν N. 10.1
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Μοίσαις γὰρ ἀγλαοθρόνοις O. 13.96
Δαναοῦ πόλιν ἀγλαοθρόνων τε πεντήκοντα κορᾶν N. 10.1
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αγλαόθρονος — ἀγλαόθρονος, ον (Α) αυτός που έχει λαμπερό θρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + θρόνος] … Dictionary of Greek
ἀγλαοθρόνοις — ἀγλαόθρονος with splendid throne masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαοθρόνων — ἀγλαόθρονος with splendid throne masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαόθρονοι — ἀγλαόθρονος with splendid throne masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγλαός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γεωργός από την Ψωφίδα της Αρκαδίας. To Μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε ευτυχέστερο από τον πάμπλουτο βασιλιά των Λυδών Κροίσο, γιατί ενώ όλη του η περιουσία ήταν ένα μικρό χωράφι, ζούσε ευτυχισμένος από τα προϊόντα… … Dictionary of Greek
θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… … Dictionary of Greek